ἱππάκη

ἱππάκη
ἱππάκη
mare's-milk cheese
fem nom/voc sg (attic epic ionic)
ἱππάκης
mare's-milk cheese
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιππάκη — ἱππάκη, ἡ (Α) [ίππος] 1. τυρί από γάλα φοράδας, που έτρωγαν οι Σκύθες («ἱππάκην τρώγουσι τοῡτο δ ἐστὶ τυρὸς ἵππων», Ιπποκρ.) 2. είδος φυτού …   Dictionary of Greek

  • ἱππάκην — ἱππάκη mare s milk cheese fem acc sg (attic epic ionic) ἱππάκης mare s milk cheese masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππάκης — ἱππάκη mare s milk cheese fem gen sg (attic epic ionic) ἱππάκης mare s milk cheese masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππάκης — ἱππάκης, ὁ (Μ) ιππάκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ίππάκη με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”